δραπανοκατσάβιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δραπανοκατσάβιδο < δράπανο + κατσαβίδι + καταβίδ(ι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δραπανοκατσάβιδο ουδέτερο
- (νεολογισμός, εργαλείο) δράπανο (τρυπάνι) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά και ως κατσαβίδι (αναφέρεται σε ηλεκτρικά εργαλεία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δραπανοκατσάβιδο
|