δρυΐδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρυΐδης | οι | δρυΐδες |
γενική | του | δρυΐδη | των | δρυϊδών |
αιτιατική | τον | δρυΐδη | τους | δρυΐδες |
κλητική | δρυΐδη | δρυΐδες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρυΐδης < αρχαία ελληνική Δρυΐδης < δρῦς + -ίδης
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δρυΐδης αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δρυΐδης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)