εγκλιματίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκλιματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εγκλιματίζω

εγκλιματίζομαι, πρτ.: εγκλιματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα εγκλιματιστώ, αόρ.: εγκλιματίστηκα, μτχ.π.π.: εγκλιματισμένος

  1. (για οργανισμό) προσαρμόζομαι σε ένα νέο περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα
  2. (μεταφορικά) εξοικειώνομαι και προσαρμόζομαι σε ένα νέο για μένα περιβάλλον με άλλες συνήθειες, απαιτήσεις κ.λπ


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]