εγκλιματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκλιματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εγκλιματίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εγκλιματίζομαι, πρτ.: εγκλιματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα εγκλιματιστώ, αόρ.: εγκλιματίστηκα, μτχ.π.π.: εγκλιματισμένος
- (για οργανισμό) προσαρμόζομαι σε ένα νέο περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα
- (μεταφορικά) εξοικειώνομαι και προσαρμόζομαι σε ένα νέο για μένα περιβάλλον με άλλες συνήθειες, απαιτήσεις κ.λπ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκλιματίζομαι