εθνοφυλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.θno.fi.laˈci/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθνοφυλακή θηλυκό
- στρατιωτική δύναμη για την αντιμετώπιση έκτακτων εσωτερικών κινδύνων