εικονικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικονικοποίηση | οι | εικονικοποιήσεις |
γενική | της | εικονικοποίησης | των | εικονικοποιήσεων |
αιτιατική | την | εικονικοποίηση | τις | εικονικοποιήσεις |
κλητική | εικονικοποίηση | εικονικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικονικοποίηση < εικονικός + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική virtualization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικονικοποίηση θηλυκό
- η προσομοίωση ή εκτέλεση μιας λειτουργίας σε εικονικό μέσο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικονικοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)