εκπαραθυρώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκπαραθυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπαραθυρώνω
  2. θα εκπαραθυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπαραθυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εκπαραθυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπαραθύρωση