εκτρέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκτρέπω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτρέπω < αρχαία ελληνική ἐκτρέπω < ἐκ + τρέπω

εκτρέπω (παθητικό: εκτρέπομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]