εκτύπωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκτύπωμα τα εκτυπώματα
      γενική του εκτυπώματος των εκτυπωμάτων
    αιτιατική το εκτύπωμα τα εκτυπώματα
     κλητική εκτύπωμα εκτυπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτύπωμα < απόδοση του αγγλικού όρου printout[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκτύπωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «εκτύπωμα» απόδοση του αγγλικού όρου «printout» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.