printout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
printout printouts

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
printout < print + out

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

printout (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «εκτύπωμα» απόδοση του αγγλικού όρου «printout» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.