εννιάχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιάχρονος η εννιάχρονη το εννιάχρονο
      γενική του εννιάχρονου της εννιάχρονης του εννιάχρονου
    αιτιατική τον εννιάχρονο την εννιάχρονη το εννιάχρονο
     κλητική εννιάχρονε εννιάχρονη εννιάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιάχρονοι οι εννιάχρονες τα εννιάχρονα
      γενική των εννιάχρονων των εννιάχρονων των εννιάχρονων
    αιτιατική τους εννιάχρονους τις εννιάχρονες τα εννιάχρονα
     κλητική εννιάχρονοι εννιάχρονες εννιάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εννιάχρονος < εννιά- + -χρονος

Επίθετο[επεξεργασία]

εννιάχρονος, -η, -ο

  1. που είναι εννέα χρονών
  2. που κρατάει εννέα χρόνια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]