εξιστορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξιστορῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξιστορώ < αρχαία ελληνική ἐξιστορέω / ἐξιστορῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksi.stoˈɾo/

εξιστορώ (παθητική φωνή: εξιστορούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]