εξουδετερώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.teˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξου‐δε‐τε‐ρώ‐νο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ου‐δε‐τε‐ρώ‐νο‐μαι
ομόηχο: εξουδετερώνομε

εξουδετερώνομαι, π.αόρ.: εξουδετερώθηκα, μτχ.π.π.: εξουδετερωμένος, (ενεργ.: εξουδετερώνω)