εξουδετερώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.teˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξου‐δε‐τε‐ρώ‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ου‐δε‐τε‐ρώ‐νο‐μαι
- ομόηχο: εξουδετερώνομε
Ρήμα
[επεξεργασία]εξουδετερώνομαι, π.αόρ.: εξουδετερώθηκα, μτχ.π.π.: εξουδετερωμένος, (ενεργ.: εξουδετερώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος εξουδετερώνω → και δείτε την κλίση