επίκαιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίκαιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκαιρος. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + καιρ(ός) + -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.ce.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐και‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]επίκαιρος -η -ο
- του παρόντος (χρόνου)
- που ταιριάζει με την υπάρχουσα, αυτή τη στιγμή, κατάσταση
- η αναφορά στα προβλήματα της οικονομίας είναι πάντα επίκαιρη
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη επίκαιρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοπικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)