timely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός timely
συγκριτικός timelier
υπερθετικός timeliest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
timely < time + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]

timely (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επίκαιρος