επείγει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπείγει

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επείγει < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπείγει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος ἐπείγω (πιέζω δυνατά, αρχαία ελληνική) [1]

επείγει (ελλειπτικό ρήμα) παθητικό: επείγομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη επείγομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]