επειγόντως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επειγόντως < επείγων

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επειγόντως

  • αμέσως και πολύ γρήγορα
    ο ασθενής πρέπει ναμεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]