επιδείνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδείνωση οι επιδεινώσεις
      γενική της επιδείνωσης* των επιδεινώσεων
    αιτιατική την επιδείνωση τις επιδεινώσεις
     κλητική επιδείνωση επιδεινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδεινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιδείνωση < επιδεινώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επιδείνωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

επιδεινώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]