exacerbation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exacerbation exacerbations

exacerbation (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exacerbation (en)