επικαρπωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικαρπωτής < επικαρπώνομαι + -τής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.kaɾ.poˈtis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικαρπωτής αρσενικό (θηλυκό: επικαρπώτρια)
- αυτός που επικαρπώνεται, που έχει την επικαρπία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικαρπωτής