καρπωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρπωτής | οι | καρπωτές |
γενική | του | καρπωτή | των | καρπωτών |
αιτιατική | τον | καρπωτή | τους | καρπωτές |
κλητική | καρπωτή | καρπωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρπωτής < καρπώνομαι + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρπωτής αρσενικό (θηλυκό: καρπώτρια)
- κάποιος που καρπώνεται κάτι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρπωτής
|