επιλεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιλεκτικός < (μαρτυρείται από το 1852) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sélectif
Επίθετο
[επεξεργασία]επιλεκτικός
- που κάνει επιλογές πριν ενεργήσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη επιλέγω