επιμορφώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιμορφώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]επιμορφώνομαι
- εμπλουτίζω τις γνώσεις μου σε κάποιον τομέα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμορφώνομαι
|