επισκοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισκοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισκοπή[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.skoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σκο‐πή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επισκοπή θηλυκό
- (θρησκεία) το αξίωμα ενός επισκόπου
- (θρησκεία) η κατοικία ενός επισκόπου
- (θρησκεία) η περιφέρεια στην οποία ασκεί του δοικητικό και ποιμενικό του έργο ένας επίσκοπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισκοπεία, επισκοπείο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επισκοπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)