επισφάλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επισφάλεια θηλυκό
- κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, που προκαλεί ανησυχία
- (οικονομία) χρέος που είναι αβέβαιο αν θα εισπραχθεί
- Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι δανειολήπτες δεν μπορούν να πληρώσουν, οι τράπεζες γράφουν ολοένα και μεγαλύτερες επισφάλειες και η ρευστότητα στην αγορά τελικά δεν αυξάνεται. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασφάλεια
|