επωφελημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επωφελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωφελούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]επωφελημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επωφελούμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επωφελημένος
|