επωφελούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επωφελούμαι < ελληνιστική κοινή ἐπωφελοῦμαι < αρχαία ελληνική ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική profiter)

επωφελούμαι (αποθετικό ρήμα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]