εργοστασιάρχισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εργοστασιάρχισσα < εργοστασιάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εργοστασιάρχισσα θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εργοστασιάρχισσα
|