ζορζέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
φόρεμα του 1930 από ζορζέτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζορζέτα οι ζορζέτες
      γενική της ζορζέτας
    αιτιατική τη ζορζέτα τις ζορζέτες
     κλητική ζορζέτα ζορζέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζορζέτα < (λόγιο δάνειο) αγγλική Georgette (σήμα κατατεθέν) + -a < γαλλική crêpe Georgette (ορθογραφικό δάνειο προς τα αγγλικά)[1] < Georgette de la Plante (γαλλίδα μοδίστρα του 20ού αιώνα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζορζέτα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]