ζορμπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζορμπάς οι ζορμπάδες
      γενική του ζορμπά των ζορμπάδων
    αιτιατική τον ζορμπά τους ζορμπάδες
     κλητική ζορμπά ζορμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζορμπάς < τουρκική zorba

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζορμπάς αρσενικό

  1. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) βίαιος, καταπιεστής, καταπιεστικός, αυταρχικός
  2. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) εξεγερμένος, στασιαστής, ανυπότακτος, αντάρτης (που διαπράττει βιαιοπραγίες)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]