αντάρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντάρτης | οι | αντάρτες |
γενική | του | αντάρτη | των | ανταρτών |
αιτιατική | τον | αντάρτη | τους | αντάρτες |
κλητική | αντάρτη | αντάρτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντάρτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντάρτης[1] < ἀνταίρω (ξεσηκώνω, εξεγείρω) < ἀντί + αἴρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /anˈdaɾ.tis/
- ΔΦΑ : /aˈdaɾ.tis/ σε γρήγορο λόγο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντάρ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντάρτης αρσενικό (θηλυκό αντάρτισσα)
- αυτός που εξεγείρεται ένοπλα εναντίον κάποιου καθεστώτος
- (ειδικότερα) που είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως στρατιώτης
- ↪ Ο παππούς μου ήταν αντάρτης στην περίοδο της κατοχής. Πολεμούσε τους κατακτητές.
- (μεταφορικά) ο απείθαρχος
- ↪ Αυτός ο μικρός είναι αντάρτης. Δεν υποκύπτει ούτε στη μάνα του.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- για το αντάρα → δείτε τη λέξη αναταράσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένοπλος αντιστασιακός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντάρτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)