ζουμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζουμ < αγγλική zoom

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζουμ ουδέτερο άκλιτο

  • (φωτογραφία, κινηματογράφος, βίντεο) φωτογραφικός ή κινηματογραφικός φακός που επιτρέπει την αυξομείωση του οπτικού πεδίου της λήψης
  • το αποτέλεσμα που έχει στην εικόνα η χρήση ενός τέτοιου φακού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]