ζουμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ζουμάρω
- κάνω ζουμ, μεταβάλω το οπτικό πεδίο με τη χρήση ειδικού φακού, ώστε τα αντικείμενα της λήψης να φαίνονται πιο κοντά ή πιο μακριά