ζωέμπορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωέμπορας οι ζωέμπορες
      γενική του ζωέμπορα των ζωεμπόρων
    αιτιατική τον ζωέμπορα τους ζωέμπορες
     κλητική ζωέμπορα ζωέμπορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωέμπορας < ζώο + έμπορας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωέμπορας αρσενικό και ζωέμπορος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]