ζωέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζωέμπορος | οι | ζωέμποροι |
γενική | του | ζωέμπορου & ζωεμπόρου |
των | ζωέμπορων & ζωεμπόρων |
αιτιατική | τον | ζωέμπορο | τους | ζωέμπορους & ζωεμπόρους |
κλητική | ζωέμπορε | ζωέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωέμπορος αρσενικό και ζωέμπορας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωέμπορος
|