ζωοβένθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωοβένθος < ζώο και βένθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωοβένθος ουδέτερο

  • μια από τις δύο υποδιαιρέσεις του βένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι ζωικοί οργανισμοί (Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι το φυτοβένθος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]