φυτοβένθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυτοβένθος < φυτό και βένθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυτοβένθος ουδέτερο

  • μια από τις δύο υποδιαιρέσεις του βένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι φυτικοί υδρόβιοι οργανισμοί (Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι το ζωοβένθος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]