ηθμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηθμός | οι | ηθμοί |
γενική | του | ηθμού | των | ηθμών |
αιτιατική | τον | ηθμό | τους | ηθμούς |
κλητική | ηθμέ | ηθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηθμός < αρχαία ελληνική ἠθμός < ἤθω / ἠθέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁- (σπέρνω, φυτρώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηθμός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηθμός
|