σουρωτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
γενική | του | σουρωτηριού | των | σουρωτηριών |
αιτιατική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
κλητική | σουρωτήρι | σουρωτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουρωτήρι < σουρώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουρωτήρι ουδέτερο
- (κουζινικά) τρυπητό μαγειρικό σκεύος με δικτυωτή βάση, που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητού ή άλλου παρασκευάσματος ή την κατακράτηση των φύλλων αφεψήματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουρωτήρι
|