ηλιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλιογραφία < ηλιογράφος, μορφολογικά αναλύεται ήλιο(ς) + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλιογραφία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλιογραφία