θειαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θειαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thiamine < thio- (< αρχαία ελληνική θεῖον, ουδέτερο του θεῖος < θεός) + amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή )
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θειαμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) υδατοδιαλυτή βιταμίνη, ένα από τα συστατικά του συμπλέγματος βιταμινών Β, που βρίσκεται στο κρέας, τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα όσπρια και είναι απαραίτητο για το μεταβολισμό των υδατανθράκων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- θειαμίνη στη Βικιπαίδεια
- αμίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)