θραύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

θραύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θραύω
  2. θα θραύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θραύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

θραύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θραύση