ιδιωτικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδιωτικοποιώ < λείπει η ετυμολογία

ιδιωτικοποιώ

  1. μετατρέπω μια δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική
    η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ και πούλησε ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών του σε γερμανική εταιρεία

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]