ικρίωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰκρίωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ικρίωμα τα ικριώματα
      γενική του ικριώματος των ικριωμάτων
    αιτιατική το ικρίωμα τα ικριώματα
     κλητική ικρίωμα ικριώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ικρίωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰκρίωμα < ἰκριόω / ἰκριῶ < αρχαία ελληνική ἴκρια (ξύλινες πλευρές πλοίου, σανίδωμα) (πληθυντικός αριθμός του ἴκριον)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ικρίωμα ουδέτερο

  1. πρόχειρο ξύλινο βάθρο για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό ή αποκεφαλισμό
     συνώνυμα: αγχόνη, κρεμάλα
  2. (λόγιο) συνώνυμο του σκαλωσιά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

(στους σιδηροδρόμους)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]