σκαλωσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκαλωσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαλωσιά οι σκαλωσιές
      γενική της σκαλωσιάς των σκαλωσιών
    αιτιατική τη σκαλωσιά τις σκαλωσιές
     κλητική σκαλωσιά σκαλωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκαλωσιές σε πρόσοψη κτιρίου.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκαλωσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαλωσία < σκαλώνω, σκαλωσ- + -ία > -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ska.loˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐λω‐σιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκαλωσιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]