ιστοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστοκαλλιέργεια < ιστός + καλλιέργεια, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tissue culture
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστοκαλλιέργεια θηλυκό
- καλλιέργεια ιστών ή οργάνων σε θρεπτικό μέσο, κάτω από τεχνητά ελεγχόμενες συνθήκες, καλλιέργεια in vitro
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστοκαλλιέργεια