κάπνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.pni.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάπνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του καπνίζω
- η εκούσια εισπνοή καπνού (από την καύση φύλλων του φυτού καπνός, από ναργιλέ)
- απαγορεύεται το κάπνισμα
- η εκπομπή καπνού
- το κάπνισμα της καμινάδας του τζακού
- η έκθεση σε καπνό
- (για τη διατήρηση τροφίμων)
- το κάπνισμα των τυριών, της ρέγγας, του χοιρινού
- (μέθοδος της μελισσοκομίας) όπου ο καπνός ζαλίζει τις μέλισσες
- (για τη διατήρηση τροφίμων)
- μουντζούρωμα, μαύρισμα από καπνό
- η εκούσια εισπνοή καπνού (από την καύση φύλλων του φυτού καπνός, από ναργιλέ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κάπνισμα στη Βικιπαίδεια (ως συνήθεια εισπνοής καπνού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κάπνισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας