κάρφωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάρφωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάρφωμα. Συγχρονικά αναλύεται σε καρφώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάρφωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καρφώνω
- το μπήξιμο αιχμηρού αντικειμένου σε άλλο αντικείμενο
- (μεταφορικά) η προδοσία, η κατάδοση
- (αθλητισμός, μπάσκετ, βόλεϊ) το καλάθι (για το μπάσκετ) ή ο πόντος που βάζει παίκτης με δυνατή και κατευθείαν ή κατακόρυφη κίνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προδοσία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)