καρφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρφώνω < λείπει η ετυμολογία

καρφώνω

  1. μπήζω αιχμηρό αντικείμενο σε άλλο αντικείμενο
     αντώνυμα: ξεκαρφώνω
  2. (μεταφορικά) προδίδω κάποιον φίλο στον ανώτερό του
  3. (αθλητισμός) βάζω πόντο με καρφί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]