κένωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κένωση οι κενώσεις
      γενική της κένωσης* των κενώσεων
    αιτιατική την κένωση τις κενώσεις
     κλητική κένωση κενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κένωση < αρχαία ελληνική κένωσις < κενόω / κενῶ < κενός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κένωση θηλυκό

  1. άδειασμα
  2. αφόδευση
     συνώνυμα: αποπάτηση, χέσιμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]