κενώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κενώνω < μεσαιωνική ελληνική κενώνω αρχαία ελληνική κενόω / κενῶ

κενώνω (παθητική φωνή: κενώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]